μεταστρεφόμενος

μεταστρεφόμενος
μεταστρέφω
turn about
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԽԱԲԵՐԵՄ — (եցի կամ րի, եա.) NBH 2 0945 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 9c, 10c, 13c ն. μεταφέρω transfero եւն. Փոխել բերել յայլ տեղի՝ վիճակ՝ յեղանակ՝ միտս՝ լեզու եւ այլն. վերածել. յեղաշրջել. *Զամենեսեան ʼի խաղաղութիւն փոխաբերեաց: Առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”